- μοναχόθεν
- μοναχόθεν (Α)επίρρ. από μία μόνο πλευρά, από ένα μόνο μέρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοναχός + επιρρμ. κατάλ. -όθεν (πρβλ. πανταχ-όθεν)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοναχόθεν — from one side only indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολιγαχόθεν — ὀλιγαχόθεν (Α) επίρρ. από λίγους τόπους, από λίγα μέρη («ἀπὸ τῆς τε Ἀσίης καὶ τῆς Λιβύης ὀλιγαχόθεν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. ὀλίγος + ουρανικό πρόσφυμα με αχ (πρβλ. αλλαχόθεν, μοναχόθεν) + επιρρμ. κατάλ. θεν) … Dictionary of Greek